- Υπουργείο Εσωτερικών
- миниcтарcтвото за внатрешни работи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Παπανδρέου, Γεώργιος — (Καλέντζι, Πάτρα 1888 – Αθήνα 1968). Έλληνας πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία, χρημάτισε νομάρχης Λέσβου (1916), γενικός διοικητής Χίου (1917 20), διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 18μηνη φυλάκιση … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ministry of the Interior (Greece) — The Ministry of the Interior (Greek: Υπουργείο Εσωτερικών) is a government department of Greece. Occasionally the office has been combined with that of the Ministry for Public Order. From 7 October 2009 it was known as the Ministry of the… … Wikipedia
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
Ζαΐμης, Θρασύβουλος — (Κερπινή, Καλάβρυτα 1825 – Αθήνα 1880). Πολιτικός, γιος του Ανδρέα Ζαΐμη (βλ. λ.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γαλλία. Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 1850 και το 1859 συμμετείχε στην κυβέρνηση Μιαούλη ως υπουργός Παιδείας … Dictionary of Greek
Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Λεράκης, Κυριάκος — (Καλαμωτή Χίου 1935 –). Οικονομολόγος, πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και μετεκπαιδεύτηκε, με υποτροφία του ΙΚΥ, στη σχολή οικονομικών και πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου του Λονδίνου, στον κλάδο της… … Dictionary of Greek